ἀγλαόμορφος

ἀγλαόμορφος
ἀγλαόμορφος
of beauteous form
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγλαόμορφος — η, ο (Α ἀγλαόμορφος, ον) 1. αυτός που έχει λαμπρή, ωραία μορφή 2. ως επίθ. τού θεού Διονύσου (CIG 1, 38). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + μορφή] …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαόμορφον — ἀγλαόμορφος of beauteous form masc/fem acc sg ἀγλαόμορφος of beauteous form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαομόρφου — ἀγλαόμορφος of beauteous form masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαόμορφα — ἀγλαόμορφος of beauteous form neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαόμορφε — ἀγλαόμορφος of beauteous form masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”